επακροώμαι

επακροώμαι
ἐπακροῶμαι, -άομαι (Α)
ακούω με μεγάλη προσοχή
βλ. και επακροάζομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐπακροῶμαι — ἐπακροάομαι hearkening pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) ἐπακροάομαι hearkening pres ind mp 1st sg ἐπακροάομαι hearkening pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφου(γ)κράζομαι — και αφαγκράζομαι και αφακράζομαι και αφουκρούμαι 1. ακούω με προσοχή 2. στήνω αφτί, κρυφακούω 3. ακροάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι νεοελλ. τ. αφου(γ)κράζομαι, αφακράζομαι, αφουκρούμαι προήλθαν από το αρχ. επακροώμαι με τις ακόλουθες μεταβολές: επακροώμαι… …   Dictionary of Greek

  • επακροάζομαι — ἐπακροάζομαι και ἐπακροῶμαι, άομαι (Α) 1. ακούω με προσοχή 2. κρυφακούω, ωτακουστώ βλ. και αφουγκράζομαι και επακροώμαι …   Dictionary of Greek

  • ακρουμάζομαι — και ακρομάζομαι, ακουρμάζομαι, και ακρουμαίνομαι 1. ακούω με προσοχή 2. αφουγκράζομαι, «στήνω αφτί» 3. κρυφακούω. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ενδιαφέρει ετυμολογικά για το πλήθος τών τύπων που μεσολαβούν και τών μεταβολών που υφίστανται, ώστε να απαρτιστεί η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”